- μυθουργία
- μῡθουργ-ία, ἡ,A = μυθοποιία, Tz.H.8.519, Poet. ap. Sch. Opp.H.1.619.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυθουργία — μυθουργίᾱ , μυθουργία fem nom/voc/acc dual μυθουργίᾱ , μυθουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθουργία — μυθουργία, ἡ (Μ) [μυθουργός] μυθοποιία … Dictionary of Greek
ληρομυθουργία — ληρομυθουργία, ἡ (Μ) ανόητη μυθική διήγηση, ανόητος μύθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + μυθουργία] … Dictionary of Greek
ψυχρομυθουργία — ἡ, Μ ψυχρή, ανούσια διήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + μυθουργία] … Dictionary of Greek